- λαπαροσκοπία
- και λαπαροσκόπηση, ηιατρ. η ενδοσκοπία τής περιτοναϊκής κοιλότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. laparoscopy].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλιοσκοπία — η ιατρ. η λαπαροσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + συνδετικό φωνήεν ο + σκοπία (< σκοπῶ < σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. κρανιο σκοπία, οιωνο σκοπία] … Dictionary of Greek
περιτοναιοσκοπία — η, Ν η εξέταση τής περιτοναϊκής κοιλότητας με ενδοσκόπιο που επιτρέπει τον εσωτερικό φωτισμό τής κοιλιάς, αλλ. λαπαροσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peritoneoscope (< περιτόναιο + σκοπία < σκόπος < σκέπτομαι)] … Dictionary of Greek